τέως

τέως
Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το 200 π.Χ. Η Τ. υπήρξε πατρίδα του Εκαταίου, του Ανακρέοντα, του Πρωταγόρα, του Απελλικώνα και του Σκυθίνου. Οι κάτοικοί της ονομάζονται Τέιοι ή Τήιοι. 2. Πόλη της Σκυθίας. Κατά την παράδοση, κοντά στην πόλη υπήρχε λίμνη με άφθονα ψάρια, που έβγαζαν λάδι. Το λάδι αυτό που επέπλεε, ήταν τόσο πολύ, ώστε το μάζευαν με τις παλάμες και το χρησιμοποιούσαν για ποικίλες χρήσεις.
* * *
ΝΜΑ, και ιων. τ. τεῑος και επικ. τ. τείως ή τῆος κρητ. τ. τάως Α
επίρρ. νεοελλ. μέχρι πριν από λίγο, κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο, πρώην («ο τέως υπουργός οικονομικών»)
μσν.-αρχ.
εν πρώτοις, στην αρχή («νυνὶ δ' αὐτὸ τὸ κεφάλαιον... ἄκουσον εἰς ὀλίγους τέως ἀνενηγμένον σκοπούς», Γαλ.)
αρχ.
1. κατά τον χρόνο που..., εν τω μεταξύ
2. κατά τη διάρκεια αυτού τού χρόνου («ἐς γάμον ὥρην,...τείως δὲ... παρὰ μητρὶ κείσθω ἐνὶ μεγάρῳ», Ομ. Οδ.)
3. (σπάν.) έως («καὶ τέως μὲν ἄν παῑδες ὦσιν,... φιλοῡσι τοὺς ἄνδρας», Πλάτ.)
4. ώς ένα χρονικό διάστημα
5. μέχρι τότε
6. φρ. «διὰ τὸ τέως» — για το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συσχετικό τού ἕως. Ο τ. τέως (< *τāFos) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. tāvat «τόσο μακριά» και έχει σχηματιστεί από το θ. το- τού οριστικού άρθρου (< IE *tod < ρίζα *το-, *τᾱ-, βλ. λ. ο, η, το) και το ἕως (< *āFos, βλ. λ. έως [Ι]). Ο κρητ. τ. τά-ως < *τᾶς (< *τᾶος < *tāFos, πρβλ. και ἇς) κατά το τέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τέως — Τέω̆ς , Τέως so long fem acc pl (attic epic ionic) Τέω̆ς , Τέως so long fem nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέως — επίρρ. χρον., πριν από λίγο, παλαιότερα: Τέως πρωθυπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέως — τέος masc acc pl (doric) τέως so long indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεώς — τεός masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέωσπερ — τέως , τέος masc acc pl (doric) τέως , τέως so long indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέων — Τέως so long fem gen pl (attic epic ionic) Τέω̆ν , Τέως so long fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεῖος — τέως so long epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τῆος — τέως so long epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • обаче — (695) союз и вводн. слово. I. Союз. 1.Противит. Но, однако, вместе с тем: Отърекъ бо сѧ нѣкто мира. женѹ имыи и дъщерь нехрьщенѹ обаче хрьстьѧнъ бѣ. Изб 1076, 247 об.; мимогрѧдеть чл҃вкъ. обаче въ сѹѥ мѧтетьсѧ. СбТр XII/XIII, 19; •е҃• бо лѣ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”